- συναρμολογούμαι
- συναρμολογούμαι, συναρμολογήθηκα, συναρμολογημένος βλ. πίν. 74——————Σημειώσεις:συναρμολογούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59
).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συναρμολογώ — συναρμολογῶ, έω, ΝΜΑ [ἁρμολογῶ] συναρμόζω, συνενώνω επιμέρους τμήματα ή τεμάχια για τη συγκρότηση ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου μσν. αρχ. (το μέσ.) συναρμολογοῡμαι, έομαι (για την Εκκλησία και το σώμα τών πιστών) συνενώνομαι αρχ. μτφ.… … Dictionary of Greek
ՅՕԴԱԿՑԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0378 Chronological Sequence: 8c ձ. συναρμολογούμαι connector. Կցիլ յօդիւք. զօդիլ. կապակցիլ. *Զայն գլուխ ասեմ, որ է Քրիստոս, յորմէ ամենայն մարմին յօդակցի. Նիւս. երգ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՊԱՏՇԱՃԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0617 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 11c, 12c կ.ձ. ἀρμόζομαι, συναρμολογούμαι, συμβιβάζω adaptor, coaptor եւ καθήκει convenit. Յարմարիլ. ʼի դէպ գալ. կարգիլ. հաստի. ... *Ի տեառնէ պատշաճի կին առն:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)